σωματίζω — Α [σῶμα, σώματος] 1. περιβάλλω με σώμα, ενσαρκώνω 2. καταγράφω σε επίσημο βιβλίο 3. διατυπώνω σε μορφή αποδεικτικού εγγράφου … Dictionary of Greek
σεσωματίσθαι — σωματίζω embody perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματιοῦντες — σωματίζω embody fut part act masc nom/voc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματισθῆναι — σωματίζω embody aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσωματίσθη — σωματίζω embody aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματισμός — ὁ, Α [σωματίζω] 1. καταγραφή, καταχώριση στο σώμα, στο επίσημο βιβλίο 2. καταχώριση στον φορολογικό κατάλογο 3. (γενικά) εγγραφή σε κατάλογο … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
διεσωματίσθη — διά σωματίζω embody aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκσωματίζεται — ἐκ σωματίζω embody pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκσωματίζονται — ἐκ σωματίζω embody pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεσωματίσθησαν — ἐν σωματίζω embody aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)